- χρύσοθριξ
- χρῡσο-θριξ, τρῐχος, ὁ, ἡ,A golden-veined,
λᾶε Orph. L.292
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λᾶε Orph. L.292
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χρυσόθριξ — τριχος, ὁ, ἡ, Α (ποιητ. τ.) χρυσομάλλης. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + θριξ (< θρίξ, τριχός), πρβλ. πυκνό θριξ] … Dictionary of Greek
χρυσ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λέξη χρυσός (Ι) και δηλώνει ότι το β συνθετικό έχει σχέση, αναφέρεται στον χρυσό ως μέταλλο (πρβλ. χρυσό διφρος, χρυσο σάνδαλος, χρυσο χόος), ότι έχει το χρώμα ή την… … Dictionary of Greek